Απουσία

Έχουν περάσει ήδη δύο χρόνια και κάτι μέρες… Σίγουρα θα έπρεπε να έχει γραφεί νωρίτερα το κείμενο αυτό, αλλά… Τα συναισθήματα δύσκολα εκφράζονται…

Ήταν πρωινό του Οκτωβρίου, που κατά σύμπτωση έμοιαζε με καλοκαίρι ακόμη. Πρωί πρωί άρχισε να χτυπάει το κινητό. Κοιτάω την οθόνη «απόκρυψη» έλεγε. Για ένα περίεργο λόγο με το που κοίταξα την οθόνη είπα από μέσα μου «δεν είναι για καλό αυτή η κλήση». Δεν ξέρω πως, τι και γιατί, αλλά τα πολύ βραδινά και πολύ πρωινά τηλεφωνήματα δεν τα έχω και για καλό. Τελικά επιβεβαιώθηκα.

Στην άλλη άκρη της γραμμής μια φωνή παγωμένη και φοβισμένη. Στην αρχή υπήρχε μια παύση και μετά ακολούθησε η ανακοίνωση: «… η θεία είμαι. Είμαι στο νοσοκομείο από τα ξημερώματα με τη γιαγιά, που δεν είναι καλά. Οι γιατροί της δίνουν ώρες…» Είπε και κάποια άλλα πράγματα, αλλά δεν έδωσα σημασία καν… Έμεινα κολλημένος στη τελευταία φράση που είχα ακούσει  «…οι γιατροί της δίνουν ώρες».

Ειδοποιώ αμέσως τη μητέρα μου, για να ειδοποιήσει και την άλλη αδερφή της και ξεκινάω σχεδόν τρέχοντας για το νοσοκομείο. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν διάφορα, αλλά ταυτόχρονα με διαπερνούσε και ένα ρίγος περίεργο και πρωτόγνωρο. Σκεφτόμουν διάφορα τα καλοκαίρια που είχαμε περάσει στο χωριό και με κυνηγούσε για να με συμμαζέψει μέσα το μεσημέρι για να κοιμηθώ. Ξέρεις κάτι γιαγιά;;; Έπρεπε να φτάσω 30 βάλε να κοιμηθώ μεσημέρι…

Ξέρεις γιαγιά;; Έπρεπε να μεγαλώσω αρκετά για να καταλάβω κάποια πράγματα από αυτά που μου έλεγες τα καλοκαίρια και όχι μόνο. Ναι και το ξέρουμε και οι δύο πως δεν είμαι ο πιο εύκολος άνθρωπος. Θέλω τα πράγματα να γίνονται με τον τρόπο μου είτε σωστός είτε λανθασμένος. Το ίδιο ίσως ήθελες και εσύ πάντως για αυτό και ώρες ώρες είχαμε τις διαφωνίες μας…

Ξέρεις γιαγιά;;; Τόσα χρόνια που είχαμε να μιλήσουμε μου είχαν λείψει όλες αυτές οι συμβουλές σου και οι ιστορίες που μου έλεγες ώρες ώρες. Πόσα μεσημέρια ή βράδια δεν είχαμε περάσει με το να μου λες ιστορίες από την κατοχή, τον εμφύλιο και τις έγνοιες που είχες για το αν θα γύριζε πίσω ο παππούς… Αυτές τις στιγμές τις θυμόμουν και τις θυμάμαι ακόμα… Και ναι ο χρόνος περνάει κάποια πράγματα μπορεί να ξεθωριάζουν, αλλά οι αναμνήσεις μένουν και μας συντροφεύουν.

Και ναι μπορεί να είχαμε χρόνια να  μιλήσουμε, πολλά να πούμε, αλλά έστω και για λίγο να σε έβλεπα, ένα γεια να λέγαμε θα ήταν αρκετό… Τα υπόλοιπα θα τα έλεγαν τα μάτια.

Αλλά ξέρεις… Δεν μας δόθηκε ποτέ αυτή η δυνατότητα… Έφτασα και περίμενα έξω από την πόρτα της Μ.Ε.Θ. για να μπω μέσα όταν θα μας άφηναν οι γιατροί, αλλά σαν κάποιο αόρατο χέρι να ήθελε να υπάρχει ένα εμπόδιο για να μην βρεθούμε.

Περίμενα η θεία μου εξιστορούσε πως και τι έγινε, αλλά εγώ κοιτούσα προς την πόρτα της Μ.Ε.Θ. περιμένοντας να μπούμε μέσα. Ξαφνικά βλέπω έναν γιατρό να βγαίνει να κοιτάει προς τη πλευρά που καθόμασταν και να κουνάει το κεφάλι απογοητευμένος. Αρχίζω να καταλαβαίνω τι έχει γίνει, αλλά δεν λέω τίποτα…

Μετά από λίγα λεπτά βγαίνει μια άλλη γιατρός. Φωνάζει το όνομα πηγαίνουμε όλοι προς τα εκεί. Οι κόρες σου έχουν την ελπίδα πως θα μπουν μέσα για να σε δουν, αλλά δεν… «Δεν άντεξε» είπε η γιατρός…

Παγωμάρα για λίγο και μετά ένα κρύο να με διακατέχει από πάνω έως κάτω… Χάθηκε η τελευταία ευκαιρία για μια κουβέντα για ένα «γεια»… Ναι η ευκαιρία χάθηκε, αλλά οι αναμνήσεις μένουν.

Λίγα λεπτά μετά περνάς από μπροστά μας σκεπασμένη με λευκό σεντόνι …

Ξέρεις κάτι γιαγιά;;; πολλά δεν είπαμε όλα αυτά τα χρόνια, αλλά τα είχαμε πει στο παρελθόν με τον τρόπο μας, που δεν ήταν πάντα ήρεμος, αλλά σίγουρα αποτελεσματικός τις περισσότερες φορές.

Υγ: Ναι τα χρόνια περνούν, η εικόνα σου μπορεί να ξεθωριάζει, αλλά ακόμη θυμάμαι εκείνα τα καλοκαίρια που είχαμε περάσει… Τις ατελείωτες ώρες στη παραλία με το παιχνίδι και μετά το φαγητό σου, που πάντα μας περίμενε φρεσκομαγειρεμένο. Στην αρχή από το ξυλόφουρνό σου και μετά από αυτό τον «διάολο» όπως αποκαλούσες τη κουζίνα.

 

Δημοσιεύθηκε από

Μονόστηλο

Γεννήθηκα καλοκαίρι 1980.Ιστορικός και όχι μόνο...Πέρασαν αρκετά χρόνια για να καταλάβω πολλά,αλλά ένα είναι σίγουρο..Ακόμα μαθαίνω...

Σχολιάστε